Εντυπώσεις από την εκδήλωση “Στον Κήπο με τ΄ αγάλματα”
Πέμπτη, 6 Σεπτεμβρίου 2012
«Φως κανένα μόνο εκεί στο πλάι κάτι βαμβακιές με μικρά συννεφάκια φωσφορίζοντας μόλις μέσα από τα έλυτρα.
Η πέτρα μου έδινε το άστρο της.
Α, πως χαράζει! Πείτε του γαρμπή να λασκάρει λίγο τα δεσίματα στις νερατζούλες.
Νεύω στην όστρια να στρίψει δευτερόπριμα στον κάβο να μου ξεκλειδώσει το σπίτι.
Μα θαρρώ πλάι στο περιστρεφόμενο νερό διακρίνω κιόλας τους γιους μου συνεργάζονται με τον αγέρα.
Θαρρώ κόρες μου είναι αυτές οι λυγερές μηλιές που παίζουν στους αγρούς.
Αλλά τώρα, Μάνα, Πατέρα μου, φωνάξτε τα παιδιά σαν πριν να μπούμε όλοι μαζί στο άδειο σπίτι».
Μανόλης Πρατικάκης, «Η Λήκυθος»
Απόβραδο Δευτέρας, 3 του Σεπτέμβρη, ώρα οκτώ το σούρουπο. Φως ηλεκτρικό, κανένα ακόμη. Μούχρωμα την ώρα που σιγά-σιγά μοναχικοί, ζευγάρια, οικογένειες, σαν πριν μπαίνουμε όλοι μαζί στον άδειο κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης για μια μουσική βραδιά με το μουσικό σχήμα ΤΑΛΕΤΟΝ.
Μια αλλιώτικη πρόσκληση. Ένα ευχάριστο ξάφνιασμα από το Σωματείο «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΎ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΣΠΑΡΤΗΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ» και την Ε’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Μια ακόμη απόπειρα του Σωματείου να δώσει πίσω στους πολίτες αυτής της πόλης έναν από τους ιστορικούς και βιωματικούς τόπους τους. Μια πρόταση εξόδου από την αυτοεξορία μας από τους κήπους, τις πλατείες και τους αρχαιολογικούς χώρους της πόλης μας. Μια πρόταση που σκοπό έχει να μας δώσει τη δυνατότητα να ψυχαγωγηθούμε αλλά και να επαναπροσδιορίσουμε τη βιωματική μας σχέση με το ιστορικό παρελθόν μας.
Μας υποδέχονται τα αγάλματα του κήπου, μύστες της ιστορίας της Σπάρτης. Αγέρωχοι οικοδεσπότες ενός ρημαγμένου σπιτικού φανερώνονται ένα ένα μέσα από τις σκιές του δειλινού και μας προτάσσουν το αιώνιο άστρο τους. Της μνήμης … το άστρο. Της λήθης ... οι σκιές.
Η λήθη, βλέποντάς μας να διαβαίνουμε το κατώφλι του κήπου, λασκάρει λίγο τα δεσίματά της στις νερατζούλες που παρακείμενα στο πεζοδρόμιο παραστέκουν την ερημιά του, χρόνια και χρόνια τώρα. Στυλοβάτες αυτής της ερημιάς τα κάγκελα της περίφραξης του κήπου αυτοκαταργούνται, αφού το σίδερο ως ορυκτό γαιώδες υλικό, σοφό σαν την πέτρα γνωρίζει πως μέσα στους αιώνες ο μόνος φύλακας του αγαθού είναι η ομορφιά, το κάλλος.
Και είναι αλήθεια πως κάποτε αυτός ο κήπος ήταν κάλλιστος, πανέμορφος. Εύρωστος, με άνθη, δέντρα και θαμνώδη φυτά που τα μοσχοανάθρεφαν οι κηπουροί του. Κι αυτά πλήθαιναν και ξεχείλιζαν τα χρώματα και οι ευωδιές, καλώντας κάθε περαστικό διαβάτη, να διαβεί τη μεγάλη πόρτα. Οι μεγάλοι έμπαιναν στον κήπο να ξαποστάσουν. Το νερό του συντριβανιού κελάρυζε σαν το χρόνο που τρέχει και μόνο τα αγάλματα γύρω του, ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, του μήνυαν μες στη σιωπή και την ακινησία τους: «Σε ξεπερνώ!».
Τα μικρά παιδιά τερέτιζαν και φτερούγιζαν μαζί με τα πουλιά του κήπου σε κάθε γωνιά του. Οι εποχές διαδέχονταν η μια την άλλη και ήταν εκείνα τα χρόνια, που ο κήπος του Μουσείου ως ντελάλης διαλαλούσε τον ερχομό τους. Λούλουδα και εποχή. Και εμείς, τα παιδιά του κήπου. θωρούσαμε τους κηπουρούς έτσι όπως έγερναν ξέχωρα πάνω από κάθε φυτό και θαρρούσαμε πως είναι αυτοί οι θαυματοποιοί της φύσης. Εξέχοντα πρόσωπα οι κηπουροί στη παιδική μας φαντασία. Λογιάζαμε πως εκεί στο μικρό βοηθητικό σπιτάκι του κήπου μαζί με τα κηπουρικά εργαλεία τους, κρατούσαν καλά φυλαγμένο το μυστικό της άνθησης και του μαρασμού. Και στα ολοήμερα παιχνίδια μας στο Μουσείο, τους παραφυλάγαμε μήπως και μάθουμε το μεγάλο μυστικό. Τάζαμε το ένα στο άλλο πως σα το μάθουμε θα γίνουμε κι εμείς μεγάλοι κηπουροί. Μα κηπουροί του ουρανού. Να σπέρνουμε όνειρα, να τα καλλιεργούμε να βλασταίνουν και να απλώνονται, ολοένα να απλώνονται να συναγωνίζονται τη βλάστηση του κήπου. Γιατί το ίδιο λέγαμε χρειάζονται και οι κηπουροί της γης και του ουρανού για να είναι ο κόσμος όμορφος. Και τώρα ακόμη που μεγαλώσαμε λέμε πως ίσως αυτά που πιστεύαμε τότε να ήταν αλήθεια, αφού από όταν ο κήπος του Μουσείου ορφάνεψε, έχασε τους κύρηδές του, τους κηπουρούς, άρχισε να μαραζώνει, να γερνά αφρόντιστος και να φθίνει η ομορφιά του. Στέρεψαν οι ευωδιές, οι κελαηδισμοί, τα γάργαρα ξεφωνητά των παιδιών, το άχρονο τραγούδι του συντριβανιού. Μάλλον στέρεψαν στην πόλη σιγά σιγά και οι κηπουροί του ουρανού, αφού κανείς δε φάνηκε να νοιάζεται για την σταδιακή εγκατάλειψη του κήπου.
Μόλις λίγα χρόνια πριν, κάγκελα για τη φύλαξη του Μουσείου διέρυξαν τις όμορφες εξωτερικές πεζούλες του. Οι «μεγάλοι» που κρατάνε τα κλειδιά της πόλης μας μήνυσαν. «Σιδερόφρακτος πρέπει να στέκει ο κήπος. Έτσι μόνο θα προστατευθεί από τις σκιές, τις σκοτεινές φιγούρες, που εδώ και καιρό γλιστρούν πίσω από τα αγάλματα». Κοντόφθαλμα μιλώντας και πράττοντας, οι ιθύνοντες του τόπου τούτου, δεν αναγνώρισαν πως με την απραξία και την αδιαφορία ο κήπος του Μουσείου ήταν ήδη σκιά του πρότερου εαυτού του κι ως εκ τούτου ήταν φυσικό να συναναστρέφεται πια μόνο με σκιές.
Άλλες σκιές ήταν αυτές που θέλησαν να σκορπίσουν «Οι φίλοι του Αρχαιολογικού Μουσείου – Παναγιώτης Σταματάκης» με ένα μουσικό ταξίδι με το μουσικό σχήμα «ΤΑΛΕΤΟΝ», κάτω από το φεγγαρόφωτο. Τις σκιές της αδιαφορίας, της απραξίας, της παραίτησης, της εγκατάλειψης.
Ο κήπος του Αρχαιολογικού Μουσείου ήταν κάποτε ένα ταξίδι στο φανταστικό και συμβολικό σύμπαν για όλα τα παιδιά της Σπάρτης που μεγαλώσαμε ανάμεσα στα δέντρα του, παίζοντας σαν σε δικό μας κήπο. Και το σούρουπο αυτό, στην αρχή του φθινοπώρου, ανοιχτήκαμε και πάλι μέσα του, σε ένα ταξίδι σε μελωδικές περιηγήσεις με ένα ρεπερτόριο από την κλασική μουσική και επιλεγμένες άριες για υψίφωνο και σόλο κιθάρας, επιλεγμένα μελωδικά κομμάτια της ελληνικής μουσικής με βάση τον Μάνο Χατζηδάκι και διασκευές σε ελληνικά παραδοσιακά κομμάτια και τραγούδια της Μεσογείου.
Ο Αντώνη Κουφουδάκης στην κιθάρα, ο Κώστας Γιαξόγλου στο πιάνο, ο Νικόλας Παλαιολόγος στο ούτι, ο Γιώργος Κλάδης στα κρουστά και η Κατερίνα Παλαιολόγου στην φωνή, ως κηπουροί του ουρανού ανέλαβαν με σύμμαχο την Τέχνη - την Μουσική αυτή τη φορά - να μας θυμίσουν πως τα όνειρα πάντα καρπίζουν, ακόμη και σε ένα μαραμένο κήπο, αν επιμένεις να τα ποτίζεις. Και να που οι παιδικές μνήμες του αλλοτινού πανέμορφου κήπου και κάποιες άτολμες, κουτσές ελπίδες μας για καλύτερο αύριο, αναρίγησαν και μας ξεσήκωσαν. Και να ‘μαστε όλοι, γύρω από το στεγνό, σιωπηλό πια, συντριβάνι να συσπειρωνόμαστε στο άκουσμα της μουσικής. Όλες οι καρέκλες που τοποθετήθηκαν στον κήπο ειδικά για την εκδήλωση γεμάτες, και όρθιοι πολλοί. Μοναχά τα διαλυμένα, σπασμένα, σαπισμένα παγκάκια, άδεια, μοναχικά μες στο πλήθος φώναζαν την ερημία του κήπου.
Κατά την είσοδο μας στον κήπο, όλων εμάς των πολιτών που αποφασίσαμε αυτό το σούρουπο της πολιτιστικής ένδειας, να δηλώσουμε παρόντες σε μια αλλιώτικη πράξη δημιουργικής αντίστασης στο τίποτα, οι μουσικοί κούρδιζαν τα μουσικά τους όργανα, έκαναν δοκιμές ήχου. Οι δοκιμές ήχου ηλέκτριζαν το βραδυνό αγέρα διαχέοντας θαρρείς τους στίχους της Κατερίνας Γώγου ως μια μνεία στις ανθρώπινες σκιές που καταλύουν λαθραία τα βράδια το άβατο του κήπου: «Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα στις ταράτσες παλιών σπιτιών: «Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου, γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή. […] Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου». Ένας συνειρμός, μια μνεία για όλους αυτούς τους θαμώνες της ερημιάς, της απομόνωσης του κήπου. Για όλες αυτές τις σκιές που βρίσκουν καταφύγιο στην αχρηστία του κήπου κάνοντας χρήση. Στη δύση των ονείρων τους, με το που βραδιάζει σπέρνουν τον κήπο με τα υπολείμματα της χρήσης. Σύριγγες που δευτερόλεπτα πριν φυτέψαν μέσα τους, τα ψεύτικα λουλούδια ενός τοξικού παραδείσου. Καθώς τους συλλογίζομαι, περιμένοντας τους μουσικούς να ετοιμαστούν, καταφεύγω και πάλι στον ποιητή Μανόλη Πρατικάκη: «Όχι δάκρυα για τη δύση, βυθισμένη τώρα αναδιανέμει τα χαράματα».
Και να! Το πρώτο μουσικό άκουσμα, το πρώτο τραγούδι και το μουσικό σχήμα ΤΑΛΕΤΟΝ μέσω της μουσικής αναδιανέμει το όνειρο και την ελπίδα πως ο κήπος και πάλι θα «κατοικηθεί». Ακούγεται η υπέροχη διασκευή του παραδοσιακού τραγουδιού: «Απάνου στην τριανταφυλλιά, χτίζουν οι πέρδικες φωλιά σιβαινοβγαίνουν τα πουλιά κι σειέται η τριανταφυλλιά κι πέφτουν τα τριαντάφυλλα» και θαρρεύουμε πως μες σε αυτό το ισοπεδωτικό μικροπολιτικό καθεστώς που ζούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, αξίζει να έχουμε για λογισμό το όνειρο και να παλεύουμε για το οξυγόνο αυτής της πόλης, για τις τριανταφυλλιές της, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σαν κάτι να σειέται αν επιμένουμε να κτίζουμε φωλιές μέσα σε τριανταφυλλιές. Και δεν μπορείς να μην σκεφτείς όλες αυτές τις παλιές ρίζες τριανταφυλλιάς που κοσμούσαν τα παρτέρια της πόλης και τον κήπο του Μουσείου και ξεριζώθηκαν βάναυσα προς χάρη ενός «φθηνού» καλλωπισμού. Σε τέτοιους ψεύτικους καλλωπισμούς αντιστεκόμαστε με σύμμαχο το φεγγάρι αυτό το βράδυ στον κήπο του Μουσείου. Και λες πως τα δέντρα του κήπου γύρω μας, μάρτυρες κάθε ασχήμιας που έγινε σε αυτόν τον κήπο, σε αυτή τη πόλη, σαν να ελαχιστοποιούν τα θροίσματά τους, να ακουστεί πιότερο το όνειρο. Σκέφτομαι πόσο μοιάζουν τέτοιες εκδηλώσεις σαν την αποψινή με δέντρα χιλιόχρονα.
Η Έκθεση φωτογραφιών και αρχιτεκτονικών σχεδίων με αναφορές στην ιστορία και την εξέλιξη του Αρχαιολογικού Μουσείου της Σπάρτης και του Κήπου του, που λειτούργησε παράλληλα με τη μουσική πράξη και που με σοφία είχαν προβλέψει οι οργανωτές αυτής της πολιτιστικής παρέμβασης στο κέντρο της πόλης, στον ομφαλό της πόλης στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Σπάρτης, σαν να υποδηλώνει την λειτουργία, την φύση της ρίζας ενός δέντρου. Στοιχείο του δέντρου που δεν φαίνεται μα που του εξασφαλίζει αθόρυβα την τροφή και την ευστάθειά του. Η ιστορική μνήμη, θα έπρεπε να είναι η ρίζα του δέντρου του πολιτιστικού μας οικοδομήματος.
Η ίδια η δράση, η κάθε δράση που εξασφαλίζει τη ροή μπορεί να ταυτιστεί με τον κορμό του δέντρου. «Είναι το κάθετο στοιχείο του δέντρου, αυτό που στροβιλίζει την ορμή, το τόξο που υψώνεται προς τον ουρανό, η κολόνα του ναού. Ο κορμός δεν δίνει μονάχα το κατάρτι του πλοίου. Δίνει το ξύλο, υλικό της σανίδας, του δοκού, της ράβδου. Το χρώμα του, οι γραμμές του, οι ρόζοι του, ακόμη και η μυρωδιά του, εξάπτουν τη φαντασία».Τη φαντασία που οδηγεί από την αδράνεια στην πράξη. Στην πράξη ως εκφρασμένο αίτημα για μετατόπιση, για αλλαγή.
Όλοι εμείς σε αυτό τον κήπο σα να είμαστε απόψε τα κλαριά και το φύλλωμα του δέντρου. «Είναι οι πνεύμονες του δέντρου, τα χιλιάδες και χιλιάδες φτερά που κτυπούν λες και θέλουν να πετάξουν, οι χιλιάδες και χιλιάδες γλώσσες που μουρμουρίζουν όλες μαζί, όταν τις διαπεράσει μια πνοή ανέμου».
Η μουσική πνοή, ως πνοή ανέμου. Η μουσική αυτών των νέων ανθρώπων, η επιμονή των οργανωτών αυτής της παρέμβασης, που μαζί με τα παιδιά που γεμίζουν με τις φωνές τους απόψε τον κήπο του Μουσείου, ανήκουν στη φυλή των κηπουρών του ουρανού κι επιμένουν να καλλιεργούν υψηλούς σκοπούς, όταν ο στιγνός ορθολογισμός οργώνει τη γη που πατούν.
Μες στη συμβολική της διάσταση με την εικόνα του δέντρου, η εκδήλωση συγκέντρωνε τη δύναμη τριών μεγάλων δυνάμεων. Την ιστορική μνήμη ως ρίζα. Την πράξη, την πορεία, την ανύψωση μέσω του κορμού. Και τη συμμετοχή, το όραμα, το όνειρο, μέσω της τέχνης της μουσικής, ως φύλλωμα. Τρεις δυνάμεις αλληλέγγυες, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει φύλλωμα χωρίς κορμό, ούτε κορμός χωρίς ρίζες.
Η παρέμβαση αυτή δεν ήταν περιστασιακή, αποσπασματική. Ως το δέντρο που όμοιά του είχε συγκροτηθεί, βαστά μες στο χρόνο. Από το 2010 υπάρχει ως αίτημα η ανοιχτή πρόσκληση «Στον κήπο με τ’ αγάλματα». Τον Μάιο του 2010 είχε για πρώτη φορά αρθρωθεί αυτή η πρόταση ζωής στην πόλη και μάλιστα είχαν ενώσει τη φωνή τους σε αυτό το αίτημα πολλοί φορείς. Εκτός από το Σωματείο Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης «Παναγιώτης Σταματάκης», η Κινηματογραφική Λέσχη Σπάρτης «Ρόδον», ο Εμπορικός Σύλλογος Σπάρτης, τα 3Π, ο Σύνδεσμος Φίλων Ανασυγκρότησης του Αρχαίου Θεάτρου Σπάρτης «Ο Γιτιάδας», η Λέσχη Φωτογραφίας Σπάρτης, Ο Σύλλογος Γεωπόνων Νομού Λακωνίας, Ο Μουσικός Όμιλος Σπάρτης, η Πνευματική Εστία Σπάρτης, η Υπαίθριος Ζωή Σπάρτης, ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύλλογος Σπάρτης, η Κουμαντάρειος Πινακοθήκη Σπάρτης. Μια από τις λίγες ευτυχείς συγκλήσεις για έναν κοινό σκοπό. Κι όμως. Δυό χρόνια μετά, ο στόχος αυτής της παρέμβασης, όπως είχε από τότε ορισθεί στο δελτίο Τύπου, παραμένει ανεκπλήρωτος. Η Πολιτεία κωφεύει.
«Στόχος της παρέμβασης είναι η ανάδειξη του Κήπου του Μουσείου ως χώρου πρασίνου, αναψυχής και εν γένει «ζωντανού» χώρου εκδηλώσεων και περιπάτου στην καρδιά της πόλης. Κάτι τέτοιο, όχι μόνο δεν παραβλέπει το ρόλο του ως οργανικής (αλλά και «εισαγωγικής») ενότητας με το Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά ακριβώς, στοχεύει και στην οικείωση των πολιτών με τα «εντός των τειχών» του δρώμενα»
Στο τέλος της φετινής παρέμβασης - μιας παρέμβασης που κλείνει τον φετινό κύκλο ουσιαστικών ξεναγήσεων και δράσεων σε αρχαιολογικούς χώρους του τόπου μας - διαβαίνοντας το κατώφλι του κήπου του Μουσείου φεύγοντας, οι στίχοι και πάλι του Μανόλη Πρατικάκη με συντρόφευαν: «Γύρισα … ήταν ο ξηρός αγέλαμος που μιλούσε […], είπε, θυμάμαι τα πράγματα, σημαίνει τα είμαι, τα τρέφω. Τα λησμονώ θα πει τα επιστρέφω».
Τα ρημαγμένα παλιά σπίτια που με περιμέναν στην πίσω έξοδο του Μουσείου, με τις λεπτοδουλεμένες, σιδεροστιές στα μικρά μπαλκονάκια τους, δουλεμένες από τεχνίτες που ήξεραν να «είναι» ταγμένοι στον κάματο της τέχνης τους, αυτά τα σπιτικά τα εδραιωμένα πάνω από τις καμάρες που τόσο βάναυσα έχουν κακοποιηθεί, αν και κρατούν στα τόξα τους το βάρος της αρχιτεκτονικής μνήμης αυτής της πόλης, ήταν κοινωνοί κι αυτά απόψε αυτής της μύησης στο λογισμό στο όνειρο. Τρία μόνο, όσα απόμειναν όρθια από τη λαίλαπα της ανοικοδόμησης των πολυκατοικιών σαν να σφύριζαν με τον αέρα που σύριζε μέσα από τα πεσμένα από τη θλίψη της εγκατάλειψης πορτοπαράθυρά τους μου είπαν: «Θυμόμαστε … γι αυτό στεκόμαστε ακόμη όρθια. Είμαστε παρελθόν, παρόν και μέλλον αυτής της πόλης σαν τον κήπο του Μουσείου. Θυμηθείτε μας. Είμαστε εσείς. Όλοι οι πολίτες της Σπάρτης μαζί και ξέχωρα κάθε πολίτης. Μη μας επιστρέφετε. Επιστρέφετε σε μας. Επιστρέφετε μέσα σας...».
Σημείωση: Συνεργοί στο γράψιμο του κειμένου τα εξής βιβλία: Η ποιητική συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη «Η Λήκυθος», εκδόσεις Νεφέλη και Μισέλ Τουρνιέ, «Πόλεις – Μάσκες – Κορμιά», εκδόσεις Εξάντας.